- δίοποι
- δί̱οποι , δίοποςrulermasc nom/voc plδίοπος 2with two holesmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δίοπος — (I) ο (AM δίοπος) [διέπω] νεοελλ. ναυτ. κατώτερος βαθμοφόρος τού πολεμικού ναυτικού αντίστοιχος τού δεκανέα τού στρατού ξηράς αρχ. μσν. 1. κυβερνήτης 2. κυβερνήτης πλοίου 3. αυτός που επιστατεί στη φόρτωση πλοίου και επιτηρεί το φορτίο. (II)… … Dictionary of Greek